ἄσπονδος

ἄσπονδος
ἄσπονδ-ος, ον,
A without σπονδή or drink-offering: hence,
I of a god, to whom no drink-offering is poured, ἄ. θεός, i.e. death, E.Alc.424.
II without a regular truce (ratified by σπονδαί)

, ἀνοκωχή Th.5.32

; of persons, without making a truce,

ἄ. ἀπιέναι Id.3.111

, cf. 113; ἀσπόνδους τοὺς νεκροὺς ἀνελέσθαι take up their dead without leave asked, Id.2.22; τὸ εὐπρεπὲς ἄσπονδον the specious plea of neutrality, Id.1.37.
2 admitting of no truce, implacable, ἄσπονδόν τ' Ἄρη (ἀράν codd.) A.Ag.1235 (Pors.);

πόλεμος D.18.262

, Plb.1.65.6, etc.;

ἔχθρα Plu.Per.30

;

ἀσπόνδοισι νόμοισιν ἔχθραν συμβάλλειν E.El.905

(lyr.); of persons, implacable, 2 Ep.Ti.3.3. Adv.

-δως, ἔχειν Ph.Fr.24H.


Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἄσπονδος — without masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσπονδος — η, ο (AM ἄσπονδος, ον) [σπονδή] αυτός που δεν δέχεται σπονδές, που δεν δέχεται συνδιαλλαγή, ο αδιάλλακτος, ο σκληρός («άσπονδος εχθρός», «άσπονδο μίσος», «ἀσπόνδους ἔχθρας», «άσπονδη εχθρότητα) νεοελλ. φρ. «άσπονδοι φίλοι» για ανθρώπους που… …   Dictionary of Greek

  • άσπονδος — η, ο εκείνος με τον οποίο δεν μπορεί κανείς να συνθηκολογήσει, αδιάλλακτος: Χρόνια τώρα ήταν άσπονδοι εχθροί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσπόνδως — ἄσπονδος without adverbial ἄσπονδος without masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄσπονδον — ἄσπονδος without masc/fem acc sg ἄσπονδος without neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπονδοτάτους — ἄσπονδος without masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπονδότατος — ἄσπονδος without masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπόνδοις — ἄσπονδος without masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπόνδοισι — ἄσπονδος without masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπόνδοισιν — ἄσπονδος without masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπόνδου — ἄσπονδος without masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”